-
1 ἀφαμαρτοεπής
ἀφ-αμαρτο-επής, in der Rede abirrend, den Zweck derselben verfehlend -
2 ἁμαρτο-επής
ἁμαρτο-επής, ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύϑων Od. 11, 511 u. ἀφαμαρτοεπής Iliad. 3, 215; – οἶνος ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155.
См. также в других словарях:
αφαμαρτοεπής — ἀφαμαρτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αμαρτοεπής] … Dictionary of Greek
ἀφαμαρτοεπής — talking at random masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαμαρτοεπῆ — ἀφαμαρτοεπής talking at random neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… … Dictionary of Greek