Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀφαμαρτοεπής

См. также в других словарях:

  • αφαμαρτοεπής — ἀφαμαρτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει στην τύχη, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + αμαρτοεπής] …   Dictionary of Greek

  • ἀφαμαρτοεπής — talking at random masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφαμαρτοεπῆ — ἀφαμαρτοεπής talking at random neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀφαμαρτοεπής talking at random masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»