-
1 αφαιμάξεις
ἀφαίμαξιςbleeding: fem nom /voc pl (attic epic)ἀφαίμαξιςbleeding: fem nom /acc pl (attic)ἀφαιμάσσωdraw blood: aor subj act 2nd sg (epic)ἀφαιμάσσωdraw blood: fut ind act 2nd sgἀ̱φαιμάξεις, ἀφαιμάσσωdraw blood: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 ἀφαιμάξεις
ἀφαίμαξιςbleeding: fem nom /voc pl (attic epic)ἀφαίμαξιςbleeding: fem nom /acc pl (attic)ἀφαιμάσσωdraw blood: aor subj act 2nd sg (epic)ἀφαιμάσσωdraw blood: fut ind act 2nd sgἀ̱φαιμάξεις, ἀφαιμάσσωdraw blood: futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀφαιμάξεις — ἀφαίμαξις bleeding fem nom/voc pl (attic epic) ἀφαίμαξις bleeding fem nom/acc pl (attic) ἀφαιμάσσω draw blood aor subj act 2nd sg (epic) ἀφαιμάσσω draw blood fut ind act 2nd sg ἀ̱φαιμάξεις , ἀφαιμάσσω draw blood futperf ind act 2nd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… … Dictionary of Greek
κατασχαστήρας — ο (Α κατασχαστήρ) [κατασχάζω] νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο χαράσσονταν στο δέρμα πολλές συγχρόνως μικρές εντομές για τοπικές αφαιμάξεις με βεντούζες αρχ. σχαστήρ*. κρεμάστρα … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
βδέλλα — η 1. υδρόβιο σκουλήκι των γλυκών νερών που πίνει αίμα και το χρησιμοποιούσαν παλιά για τοπικές αφαιμάξεις. 2. μτφ., ο άνθρωπος που προσκολλάται σε κάποιον για να αποκομίσει κέρδος, ο ενοχλητικός, το τσιμπούρι: Κόλλησε στην παρέα μας σαν βδέλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)