Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀφάρτερος

См. также в других словарях:

  • αφάρτερος — ἀφάρτερος, α, ον (Α) [ἄφαρ] γρηγορότερος, περισσότερα ευκίνητος …   Dictionary of Greek

  • ἀφάρτερος — more fleet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάρτερα — ἀφάρτερος more fleet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάρτεροι — ἀφάρτερος more fleet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»