Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀυπνίας

  • 1 αυπνίας

    ἀϋπνίᾱς, ἀυπνία
    sleeplessness: fem acc pl
    ἀϋπνίᾱς, ἀυπνία
    sleeplessness: fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀυπνίᾱς, ἀυπνίη
    Italy: fem acc pl
    ἀυπνίᾱς, ἀυπνίη
    Italy: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αυπνίας

  • 2 ἀυπνίας

    ἀϋπνίᾱς, ἀυπνία
    sleeplessness: fem acc pl
    ἀϋπνίᾱς, ἀυπνία
    sleeplessness: fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀυπνίᾱς, ἀυπνίη
    Italy: fem acc pl
    ἀυπνίᾱς, ἀυπνίη
    Italy: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀυπνίας

См. также в других словарях:

  • ἀυπνίας — ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem acc pl ἀϋπνίᾱς , ἀυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem acc pl ἀυπνίᾱς , ἀυπνίη Italy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξημέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή 2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή) αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα 3. (σε… …   Dictionary of Greek

  • μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • σακούλα — η, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων 3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει 4. σακίδιο… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»