-
1 ατυράννευτος
-
2 ἀτυράννευτος
-
3 ἀτυράννευτος
ἀτῠράννευτος, ον,A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also [full] ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτυράννευτος
-
4 ατυράννευτον
ἀτυράννευτοςnot ruled by tyrants: masc /fem acc sgἀτυράννευτοςnot ruled by tyrants: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀτυράννευτον
ἀτυράννευτοςnot ruled by tyrants: masc /fem acc sgἀτυράννευτοςnot ruled by tyrants: neut nom /voc /acc sg -
6 ατυραννεύτου
-
7 ἀτυραννεύτου
См. также в других словарях:
ατυράννευτος — ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, ον (Α) αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους … Dictionary of Greek
ἀτυράννευτος — not ruled by tyrants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυράννευτον — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem acc sg ἀτυράννευτος not ruled by tyrants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυραννεύτου — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… … Dictionary of Greek