-
1 ατιμητος
21) неуважаемый, непочитаемый, презираемый Hom., Luc.2) невознагражденный(οὐκ ἀ. ἔσται Xen.)
3) не получивший оценки, неоцененный Isae.4) не подлежащий судебному определению ( как точно предусмотренный самим законом)(δίκη Aeschin., Dem.)
-
2 ατίμητος
η, ο [ος, ον ]1) см. αδιατίμητος; 2) неоценимый, бесценный; З) неуважаемый, непочитаемый, презираемый -
3 μεταναστης
(ἀτίμητος Hom.)
μοῦνοι ἐόντες οὐ μετανάσται τῶν Ἑλλήνων Her. — ибо (мы, афиняне) - единственные из эллинов, которые не являются пришельцами
См. также в других словарях:
ἀτίμητος — unhonoured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατίμητος — η, ο (AM ἀτίμητος, ον) [ατιμώ ( άω)] 1. αυτός που δεν τον έχει τιμήσει κανείς, ο περιφρονημένος 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ανταμειφθεί για κάτι 2. «ἀτίμητος δίκη» δίκη της οποίας η τιμωρία είναι ορισμένη εκ των προτέρων… … Dictionary of Greek
ατίμητος — η, ο 1. αυτός που δεν τιμήθηκε, περιφρονημένος: Είχε κάνει τόσα για τον τόπο, που δεν έπρεπε να πεθάνει ατίμητος. 2. ανεκτίμητος, πολύτιμος: Το κόσμημα αυτό σήμερα είναι ατίμητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτίμητον — ἀτίμητος unhonoured masc/fem acc sg ἀτίμητος unhonoured neut nom/voc/acc sg ἀ̱τί̱μητον , ἀτιμάω dishonour imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀτί̱μητον , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 2nd dual ἀτί̱μητον , ἀτιμάω dishonour pres ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήτοιο — ἀτίμητος unhonoured masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήτου — ἀτίμητος unhonoured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήτους — ἀτίμητος unhonoured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήτων — ἀτίμητος unhonoured masc/fem/neut gen pl ἀτῑμήτων , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 3rd pl (doric) ἀτῑμήτων , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 3rd dual (doric) ἀτῑμήτων , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμήτῳ — ἀτίμητος unhonoured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίμητα — ἀτίμητος unhonoured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίμητοι — ἀτίμητος unhonoured masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)