-
1 ατυχήματα
-
2 ἀτυχήματα
-
3 ατυχήματ'
ἀτυχήματα, ἀτύχημαmisfortune: neut nom /voc /acc plἀτυχήματι, ἀτύχημαmisfortune: neut dat sgἀτυχήματε, ἀτύχημαmisfortune: neut nom /voc /acc dual -
4 ἀτυχήματ'
ἀτυχήματα, ἀτύχημαmisfortune: neut nom /voc /acc plἀτυχήματι, ἀτύχημαmisfortune: neut dat sgἀτυχήματε, ἀτύχημαmisfortune: neut nom /voc /acc dual -
5 τατυχήματα
-
6 τἀτυχήματα
-
7 θερμός
Aθερμὸς ἀϋτμή h.Merc. 110
, Hes.Th. 696): ([etym.] θέρω):— hot,θ. λοετρά Il.14.6
, cf. Od.8.249;θ. λουτρά Pi.O.12.19
, S.Tr. 634 (lyr.), Pl.Lg. 761c, etc.;δάκρυα Od.19.362
; of water, ib. 388; of glowing wood, 9.388;θ. καύματα Hdt.3.104
([comp] Sup.); ἦν ἄρα πυρὸςἕτερα -ότερα Ar.Eq. 382
: freq. in [dialect] Att., of hot meals or drinks, TeleclId.1.8,32, Pherecr.130.8, etc.; of blood, S.OC 622,Aj. 1411 (anap.);- οτάταν αἱμάδα Id.Ph. 696
; of fever,θ. νόσοι Pi.P.3.66
; θ. σῶμα feverish, Th.2.49.II metaph., hot-headed, hasty, freq. of persons, A.Th. 603, Eu. 560 (lyr.), Ar.V. 918, etc.;θ. καὶ ἀνδρεῖος Antipho 2.4.5
; of actions,πολλὰ καὶ θ. μοχθήσας S.Tr. 1046
;θ. ἔργον Ar.Pl. 415
;δρᾶν τι νεανικὸν καὶ θ. Amphis 33.10
;θ. ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις S.Ant.88
;θ. πόθος AP5.114
(Phld.);φάρμακον Alciphr.1.37
([comp] Comp.): c. inf.,θερμότερος ἐπιχειρεῖν Antipho 2.1.7
: [comp] Sup.,ὦ θερμόταται γυναῖκες Ar.Th. 735
.2 still warm, fresh,ἴχνη AP9.371
;ἀτυχήματα Plu.2.798f
; θ. κακά, opp. ἕωλα, ib.517f;γάμοι θ. καὶ ἴσως αὔριον Philostr. VA4.25
.2 θ. (sc. ὕδωρ), τό, hot water, θερμῷ λοῦσθαι, βάπτειν, Ar.Nu. 1044, Ec. 216;θερμῷ κεκραμένος οἶνος Gal.11.56
; also, hot drink, Arr.Epict.1.13.2.3 θερμόν, τό, grace, favour,θ. εὑρεῖν ἐν ἐρήμῳ LXXJe.38(31).2
.4 τὰ θ. (sc. χωρία) Hdt.4.29; but (sc. λουτρά), hot springs, X.HG4.5.3;τὰ θ. τοῦ Ἡρακλέους Str.9.4.2
.IV Adv. : [comp] Comp.-ότερον, ἔχειν Eub.7.1
: neut. pl. as Adv.,θερμὰ θερμὰ πηδῶσαι Herod.4.61
. -
8 παράλογος
παράλληλ-ος, ον, (Aλόγος 1
, IV. 1 fin.) beyond calculation, unexpected, unlooked for, ἄτοπον καὶ π. Arist. de An. 411a14 ;π. τι ἡ τύχη Id.Ph. 197a18
;π. ἀτυχήματα Id.Rh. 1374b7
; ; αἱ π. τῶν βαρβάρων ἔφοδοι casual, uncertain, Plb.2.35.6 ; strange,π. πόθος Palaeph.52
;π. καὶ ἀπρεπὴς βούλησις Hdn.1.16.4
; παράλογον, τό, an unexpected event,τὰ π. τῆς τύχης D.S. 17.66
, etc.; εἴ τι σπάνιον καὶ ὡς ἐν παραλόγῳ abnormal, Thphr.CP1.3.2 (but παράλογα, over-portions of food given to guests which were not to be reckoned upon, X.Lac.5.3). Adv.- γως Hp.Aph.2.27
, etc.;τοὺς π. δυστυχοῦντας D.27.68
, cf. Arist.EN 1135b16 : [comp] Sup.- ώτατα J.BJ2.19.7
.2 () beyond reason, unreasonable,τὰ π. καὶ ἄτοπα Plu.2.626e
, etc.;ἐν παραλόγῳ ποιεῖσθαί τι App.BC2.146
; παράδοξα μέν, οὐ μὴν π. Cleanth. ap. Arr.Epict.4.1.173. Adv. -γως, εἰκῇ καὶ π. Plb.1.74.14, etc.3 Gramm., contrary to analogy or rule, irregular, A.D.Pron.27.26, al.4 Adv. - γως fraudulently, OGI 665.33 (Egypt, i A.D.).II [full] παράλογος, ὁ, as Subst., incalculable element, τοῦ πολέμου ὁ π. Th.1.78 ; πολύς, μέγας ὁ π., the event is much, greatly contrary to calculation, Id.3.16, 7.55 ; τὸν π. τοσοῦτον ποιῆσαι τοῖς Ἕλλησι τῆς δυνάμεως, i. e. so belied the calculations of the Greeks, ib.28 ; ἐν τοῖς ἀνθρωπείοις τοῦ βίου παραλόγοις by miscalculations such as men make, Id.8.24 ;τὸ πλείστῳ παραλόγῳ ξυμβαῖνον Id.2.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλογος
-
9 ἀπόκειμαι
A to be laid away from, προμαθείας ἀπόκεινται ῥοαί the tides of events lie beyond our foresight, Pi.N.11.46, cf. Arat.110.II abs., to be laid up in store, of money,ἀ. ἔνδον ἀργύριον Philetaer.7.6
;σῖτος D.42.6
;παρά τινι Lys.19.22
; τινί for one's use, X.An.2.3.15; χάρις.. ξύν' ἀπόκειται (as Reisig for ξῠναπόκειται) is laid up as a common possession, S.OC 1752: hence, to be kept in reserve, X.Cyr.3.1.19, etc.; πολύς σοι [γέλως] ἐστὶν ἀποκείμενος you have great store of laughter in reserve, ib.2.2.15; ἀ. εἰς.. to be reserved for an occasion, Pl.Lg. 952d; τὸ τῆς συγγνώμης ὠφέλιμον, ἔλεος ἀ. τινί, D.23.42, D.S.13.31; σοφία ἐς ἐκείνας [τὰς τέχνας] ἀποκείσθω let the name of wisdom be reserved for.., Philostr.Gym.1; ἐφ' ὑμῖν ἀπόκειται τὸ πεισθῆναι you reserve your acquiescence, D.Chr.38.5: c. inf., ;ὅσα τοῖς κακουργοῖς ἀ. παθεῖν D.H.5.8
, cf. Luc. Syr.D.51;ἀ. τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν Ep.Hebr.9.27
;πᾶσι.. τὸ θανεῖν ἀπόκειται Epigr.Gr.416.6
([place name] Alexandria).2 to be buried, Not. Scav.1923.49.2 ἀποκειμένη καὶ παλαιὰ φύσις stale, of perfume, D.S.3.46.IV to be exposed, lie open, to,χώρα ἀ. βαρβάροις Procop.Aed.4.2
, cf. 2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκειμαι
-
10 ἐπελαφρίζω
A lighten, make easy to bear, ἀτυχήματα, etc., Ph.2.339, al.:—[voice] Med., metaph. of persons, ἔχοντες παραμύθιον ἐ. τὰς ἀνίας ib. 420; of birds, κακοπαθείας τῷ εὐσεβεῖν ib. 200:—[voice] Pass., to be made lighter, ib. 621: metaph.,ψυχὴ ἐ. ὑπὸ πενθείας Id.1.351
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπελαφρίζω
См. также в других словарях:
ἀτυχήματα — ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτυχήματα — ἀτυχήματα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήματ' — ἀτυχήματα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl ἀτυχήματι , ἀτύχημα misfortune neut dat sg ἀτυχήματε , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα … Dictionary of Greek
неполоучаньѥ — НЕПОЛОУЧАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что неполѹчениѥ: Ни мифрова мука праведна˫а... ни исиды неполучань˫а. (ἀτυχήματα) ГБ XIV, 16г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
ατυχώ — (AM ἀτυχῶ, έω) [ατυχής] 1. δεν έχω καλή τύχη, είμαι άτυχος 2. δυστυχώ 3. η μτχ. παθ. αορ. στο αποτυγχάνω αρχ. 1. δεν κατορθώνω να αποκτήσω κάτι, αποτυγχάνω σε κάτι, ξαστοχώ 2. δεν κατορθώνω να πάρω τη συγκατάθεση ή την έγκριση κάποιου 3. (η μτχ.… … Dictionary of Greek