-
1 ατταραγος
-
2 αττάραγος
-
3 ἀττάραγος
-
4 ἀττάραγος
-
5 ἀττάραγος
A crumb, morsel of bread, Ath.14.646c: metaph., the least crumb, bit,οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀττάραγος
-
6 ἀττάραγος
-
7 ἀττάραγος
Grammatical information: m.Meaning: `crumb, morsel of bread ' (Ath.). τὸ ἐλάχιστον. οἱ δε τὰς ἐπὶ τῶν ἄρτων φλυκταὶνας. οἱ δε τὰς καλουμένας ψίχας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Certainly a loan word; Pre-Gr.?.Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀττάραγος
-
8 ψωθία
-
9 ατταράγους
-
10 ἀτταράγους
-
11 ατταράγων
-
12 ἀτταράγων
-
13 αττάραγοι
-
14 ἀττάραγοι
-
15 αττάραγον
-
16 ἀττάραγον
См. также в других словарях:
αττάραγος — ἀττάραγος και χος, ο (Α) 1. ψίχουλο ψωμιού 2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο … Dictionary of Greek
ἀττάραγος — crumb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταράγους — ἀττάραγος crumb masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταράγων — ἀττάραγος crumb masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττάραγοι — ἀττάραγος crumb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττάραγον — ἀττάραγος crumb masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)