-
1 ἀτταγεινός
ἀττᾰγεινός, ὁ, aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτταγεινός
-
2 σκέπινος
σκέπινος, ὁ, = σκέπανος; Ath. VII, 322 e; auch ἀτταγεινός genannt.
-
3 ατταγεινόν
-
4 ἀτταγεινόν
См. также в других словарях:
ἀτταγεινόν — ἀτταγεινός fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)