-
1 αττέλαβος
-
2 ἀττέλαβος
-
3 ἀττέλαβος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀττέλαβος
-
4 ἀττέλαβος
Grammatical information: m.Meaning: edible `locust' (Hdt.).Other forms: ἀττέλεβος (LXX), cf. ἀττελεβόφθαλμος (Eub.); also Thess. PN ᾽Αττελεβει[ος], ἀτ(τ)ελεβαία Masson, Mus. Helv. 43 (1986) = OGS II, 486. ἀττελὰβη· ἀκρίδας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Semitic etymology by Lewy Fremdw. 17 n. 1. Strömberg Wortstudien 16 reckons with Egyptian origin. Clearly a substr. word (note - βος).Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀττέλαβος
-
5 αττελάβοις
-
6 ἀττελάβοις
-
7 αττελάβους
-
8 ἀττελάβους
-
9 αττελάβων
-
10 ἀττελάβων
-
11 αττελέβοις
-
12 ἀττελέβοις
-
13 αττελέβους
-
14 ἀττελέβους
-
15 αττελέβων
-
16 ἀττελέβων
-
17 αττέλαβοι
-
18 ἀττέλαβοι
-
19 αττέλεβοι
-
20 ἀττέλεβοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀττέλαβος — locust masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αττέλαβος — (attelabus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών, που ζουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη μας, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Κατοικούν επάνω σε διάφορα φυτά. Το θηλυκό τυλίγει τα φύλλα τους σε μορφή τσιγάρου, για να αποθέσει… … Dictionary of Greek
ἀττελάβοις — ἀττέλαβος locust masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττελάβους — ἀττέλαβος locust masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττελάβων — ἀττέλαβος locust masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττελέβοις — ἀττέλαβος locust masc dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττελέβους — ἀττέλαβος locust masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττελέβων — ἀττέλαβος locust masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττέλαβοι — ἀττέλαβος locust masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττέλεβοι — ἀττέλαβος locust masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀττέλεβον — ἀττέλαβος locust masc acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)