-
1 ατρύφερος
-
2 ἀτρύφερος
-
3 ἀτρύφερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτρύφερος
-
4 ατρύφερον
-
5 ἀτρύφερον
См. также в других словарях:
ατρύφερος — ἀτρύφερος, ον (Α) 1. αυτός που δεν είναι μαλθακός 2. απλός, απέριττος … Dictionary of Greek
ἀτρύφερος — not delicate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρύφερον — ἀτρύφερος not delicate masc/fem acc sg ἀτρύφερος not delicate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρυφος — ἄτρυφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν θρυμματίζεται 2. ατρύφερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυφή < (θ.) *θρυφ του θρύπτω («θραύω, συντρίβω, εξασθενώ»), με ανομοίωση δασέων] … Dictionary of Greek