-
1 ατροπίη
ἀτροπίαinflexibility: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀτροπίαinflexibility: fem dat sg (epic ionic) -
2 ἀτροπίη
Βλ. λ. ατροπίη -
3 ἀτροπίῃ
Βλ. λ. ατροπίη -
4 ἀτροπία
ἀτροπ-ία, ἡ,A inflexibility,κρέσσων τοι σοφίη.. ἀτροπίης Thgn.218
; rigour, cruelty,ἀτροπίῃ A.R.4.387
; ἀτροπίῃσι ib. 1006.II ἀτροπίη· ἀωρία, μεσονύκτιον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτροπία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский