-
1 ἀτριάκαστος
ἀτριάκαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτριάκαστος
-
2 ατριάκαστοι
-
3 ἀτριάκαστοι
См. также в других словарях:
ἀτριάκαστοι — ἀτριάκαστος not belonging to a masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)