-
1 ατρεκως
эп.-ион. ἀτρεκέως истинно, верно, точно Hom., Her., Polyb., Plut. -
2 ατρεκεως
См. также в других словарях:
ἀτρεκῶς — ἀτρεκής strict adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ατρεκως
2 ατρεκεως
ἀτρεκῶς — ἀτρεκής strict adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)