Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀτιμῑη

См. также в других словарях:

  • ἀτιμίη — ἀτῑμίη , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτῑμί̱η , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμίῃ — ἀτῑμίῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) ἀτῑμί̱ῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»