-
1 ατιμίη
ἀτῑμίη, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (epic ionic)ἀτῑμί̱η, ἀτιμίαdishonour: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀτῑμίῃ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (epic ionic)ἀτῑμί̱ῃ, ἀτιμίαdishonour: fem dat sg (epic ionic) -
2 ἀτιμίη
Βλ. λ. ατιμίη -
3 ἀτιμίῃ
Βλ. λ. ατιμίη -
4 ἀτῖμίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀτῖμίη
-
5 ἀτιμία
A dishonour, disgrace,ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν Od.13.142
, Pi.O.4.21, S.El. 1035, etc.;ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν Hdt.3.3
;ἀτιμίην προστιθέναι τινί Id.7.11
; ὄνειδος καὶ ἀ. ἔχειν ib. 231; ἀτιμίης κυρεῖν πρός τινος ib. 158; θεῶν ἀ. dishonour done to the gods, E.Heracl.72, Pl.Hipparch. 229c;οὐκ ἀτιμίᾳ σέθεν A.Eu. 796
: pl.,ταῖς μεγίσταις κολάζειν ἀ. Pl.Plt. 309a
, cf. 310e, R. 492d, al.;ὕβρεις καὶ ἀτιμίας D.18.205
, 21.23; indignities, Arist.Pol. 1336b11. -
6 ατιμια
эп.-ион. ἀτῑμίη ἥ тж. pl.1) непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие(ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.)
ἀ. ἐσθημάτων Aesch. — жалкое рубище2) ( в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния(χρήμασι καὴ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.)
-
7 κακότης
A badness:I of moral character, baseness, cowardice, Il.2.368, 13.108, Od.24.455; ἀτιμίη καὶ κ. Tyrt.10.10;κ. καὶ δειλία Th.5.100
; οὐδεμιῇ κ. λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης not through cowardice, Hdt.7.168.2 wickedness, vice,τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Il.3.366
, cf. Hes.Op. 287, Democr.178;κακότητος ἄπειροι Emp.112.3
;κακότητ' ἀσκεῖν A.Pr. 1066
(anap.); ἄνευ κακότητος [ συμφορά] Antipho6.1: pl., Emp.145.II of condition, evil case, distress, misery,ἐκφυγέειν κακότητα Od.5.414
, cf. 290, 379, 397, Pi.P.2.35, Hdt.2.128, 6.67, S.El. 236 (lyr.); esp. in war,Τρῶες ἀνέπνευσαν κακότητος Il.11.382
, cf. 12.332, Hdt.8.109, etc.: pl., distresses, miseries, Alc.59, E.Fr. 303 codd. (lyr.); αἱ ἐντὸς κ. Pl.Ax. 366a.III of quality, badness,τῶν οὔρων Hp.Epid.3.10
: pl., bad qualities, Id.Acut.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακότης
См. также в других словарях:
ἀτιμίη — ἀτῑμίη , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) ἀτῑμί̱η , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμίῃ — ἀτῑμίῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) ἀτῑμί̱ῃ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek