-
1 ατιμια
эп.-ион. ἀτῑμίη ἥ тж. pl.1) непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие(ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.)
ἀ. ἐσθημάτων Aesch. — жалкое рубище2) ( в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния(χρήμασι καὴ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.)
-
2 ἀτιμία
{сущ., 7}бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание.Ссылки: Рим. 1:26; 9:21; 1Кор. 11:14; 15:43; 2Кор. 6:8; 11:21; 2Тим. 2:20. LXX: 3639 (הָמּלִכְּ), 7036 (ןוֹלָק).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀτιμία
-
3 ατιμία
{сущ., 7}бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание.Ссылки: Рим. 1:26; 9:21; 1Кор. 11:14; 15:43; 2Кор. 6:8; 11:21; 2Тим. 2:20. LXX: 3639 (הָמּלִכְּ), 7036 (ןוֹלָק).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ατιμία
-
4 ἀτιμία
бесчестиеἀτιμίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμία
-
5 ἀτιμίᾳ
бесчестииἀτιμίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμίᾳ
-
6 ατιμία
η1) бесчестье, позор; 2) бесчестность, нечестность; 3) низость, подлость;κάνω ατιμίες — делать пакости, пакостить
-
7 ἀτιμία
бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание; LXX: (כְּלִמָּה), (קָלוֹן).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀτιμία
-
8 ατιμία
[атимия] ουσ. Θ. бесчеловечностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατιμία
-
9 ατιμία
[атимия] ουσ θ бесчеловечность. -
10 ζημιοω
1) причинять убыток, наносить ущербζ. πόλιν Lys. — наносить государству вред;
οὐδὲν ζ. τινα Isocr. — никому не делать вреда;σαυτὸν ζημιώσῃς πλείω ἢ ὅ πατέρ ἠδυνήθη σε βλάψαι Xen. — ты сам больше навредишь себе, чем мог бы повредить тебе отец (Тиграна);μεγάλα ζημιοῦσθαι Thuc. — (по)терпеть большой ущерб;εἰ μέ μέλλει ζημιοῦσθαι Plat. — если не хочет понести ущерб, т.е. под страхом ущерба2) (тж. ζ. χρήμασι Plat., Plut.) взимать пеню, карать штрафом(ζ. τινα πεντήκοντα τάλαντα или χιλίῃσι δραχμῇσι Her.)
μέχρι τοσούτου ζημιωθείς, τὸ δὲ πλέον μή Plat. — облагаемый пеней в пределах этой суммы, но не больше3) наказывать, карать(τινα θανάτῳ Her., Aeschin.; τινα πληγαῖς Thuc.; τινα φυγῇ Thuc. или φυγαῖς Isocr.; ζημιοῦσθαι θανάτῳ καὴ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Plat.)
ζημιοῦσθαι χρήμασί τε καὴ ἀτιμίᾳ Plat. — понести имущественное наказание и быть пораженным в гражданских правах -
11 περιαλγεω
-
12 819
{сущ., 7}бесчестье, бесславие, стыд, уничижение, пренебрежение, непочитание.Ссылки: Рим. 1:26; 9:21; 1Кор. 11:14; 15:43; 2Кор. 6:8; 11:21; 2Тим. 2:20. LXX: 3639 (הָמּלִכְּ), 7036 (ןוֹלָק).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 819
См. также в других словарях:
ἀτιμία — ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμίᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc/acc dual ἀτῑμί̱ᾱ , ἀτιμία dishonour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
ἀτιμίᾳ — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — η 1. έλλειψη ή αποστέρηση της τιμής, καταισχύνη: Έχει πια συνηθίσει να ζει στην ατιμία. 2. ανεντιμότητα, κακοήθεια, άτιμη πράξη: Στην ξενιτιά, όπου έζησε πολλά χρόνια, είχε κάνει κάθε είδους ατιμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АТИМИЯ — • Άτιμία, ατιμος, (противоположно έπιτιμία, επίτιμος). Идея христианства о равноправности всех людей в достижении обещанных им благ породила понятие об абсолютном достоинстве личности и нравственном праве на уважение каждого… … Реальный словарь классических древностей
Атимия — (греч. ἀτιμία, «бесславие, презрение») одно из тяжелейших наказаний в гражданском праве Древних Афин, влекших за собой лишение прав гражданского состояния и публичное бесчестие и презрение провинившегося. Человек, подвергшийся атимии, не… … Википедия
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
ἀτιμίας — ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμίᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem acc pl ἀτῑμί̱ᾱς , ἀτιμία dishonour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμίαι — ἀτῑμίαι , ἀτιμία dishonour fem nom/voc pl ἀτῑμίᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) ἀτῑμί̱ᾱͅ , ἀτιμία dishonour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Heliaia — oder Heliaea (griechisch ἠλιαία[1]) war das oberste Gericht des antiken Athens. Der Name des Gerichts leitet sich aus dem griechischen Verb ἡλιάζεσθαι, sich versammeln ab, nach einer anderen Version kommt der Name daher, dass das Gericht im… … Deutsch Wikipedia
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek