Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτελῶς

См. также в других словарях:

  • ἀτελῶς — ἀτελής without end adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • несъвьршено — (1*) нар. к несъвьршеныи в 1 знач.: они бо несвершено причащаютсѧ. образнѣ а не истин(н)ѣ праздную(т). (ἀτελῶς) ГБ XIV, 71в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • несъвьршенѣ — (1*) нар. к несъвьршеныи в 1 знач.: Но ходите да и мы ѿ закона прииме(м) бл҃говѣстье(м) а не писанье(м). свершенѣ а не несвершенѣ. (ἀτελῶς) ГБ XIV, 71в. Ср. съвьршенѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άγναφος — και φτος, η, ο (Α ἄγναφος, ον και ἄγναπτος, ον) [γνάπτω] (για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε νεοελλ. 1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός …   Dictionary of Greek

  • αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ …   Dictionary of Greek

  • ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… …   Dictionary of Greek

  • ημίλαμπρος — ημίλαμπρος, ον (Α) αυτός που λάμπει ατελώς, ο κατά το ήμισυ φωτεινός …   Dictionary of Greek

  • ημίλουτος — ἡμίλουτος, ον (Α) ατελώς λουσμένος, μισολουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λούω] …   Dictionary of Greek

  • ημίξηρος — η, ο (AM ἡμίξηρος, ον) μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθεί νεοελλ. μσν. μισόξερος, μισολιπόθυμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»