-
1 ατελως
несовершенно, недостаточно Arst., Plut. -
2 ατελώς
-
3 ἀτελῶς
См. также в других словарях:
ἀτελῶς — ἀτελής without end adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
несъвьршено — (1*) нар. к несъвьршеныи в 1 знач.: они бо несвершено причащаютсѧ. образнѣ а не истин(н)ѣ праздную(т). (ἀτελῶς) ГБ XIV, 71в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несъвьршенѣ — (1*) нар. к несъвьршеныи в 1 знач.: Но ходите да и мы ѿ закона прииме(м) бл҃говѣстье(м) а не писанье(м). свершенѣ а не несвершенѣ. (ἀτελῶς) ГБ XIV, 71в. Ср. съвьршенѣ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγναφος — και φτος, η, ο (Α ἄγναφος, ον και ἄγναπτος, ον) [γνάπτω] (για υφάσματα ή ενδύματα) αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν ξάνθηκε, δεν λαναρίστηκε νεοελλ. 1. (για δέρματα) ακατέργαστος ή ατελώς κατεργασμένος, ξηρός, τραχύς 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός … Dictionary of Greek
αγναφόπετσο — και πέτσι, το το ατελώς κατεργασμένο ή ακατέργαστο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγναφος + πετσί] … Dictionary of Greek
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
ετερότυπος — ο 1. αυτός που έχει διαφορετικό τύπο, ο ιδιότυπος, ο ιδιόρρυθμος («ετερότυπο νόμισμα») 2. ιατρ. τερατογονική διάπλαση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ατελώς ανεπτυγμένου παρασιτικού τέρατος, εμφυτευμένου στο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τού… … Dictionary of Greek
ημίλαμπρος — ημίλαμπρος, ον (Α) αυτός που λάμπει ατελώς, ο κατά το ήμισυ φωτεινός … Dictionary of Greek
ημίλουτος — ἡμίλουτος, ον (Α) ατελώς λουσμένος, μισολουσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λούω] … Dictionary of Greek
ημίξηρος — η, ο (AM ἡμίξηρος, ον) μισοξεραμένος, αυτός που έχει ατελώς ξεραθεί νεοελλ. μσν. μισόξερος, μισολιπόθυμος … Dictionary of Greek