-
21 ατασθαλίαισιν
-
22 ἀτασθαλίαισιν
-
23 ατασθαλίην
-
24 ἀτασθαλίην
-
25 ατασθαλίης
-
26 ἀτασθαλίης
-
27 ατασθαλίησι
-
28 ἀτασθαλίῃσι
-
29 ατασθαλίησιν
-
30 ἀτασθαλίῃσιν
-
31 βασιλεύς
βᾰςῐλεύς (βασιλεύς, -ῆος, -έι, -εῖ, -ῆι, -ῆα, -έ(α), -εῦ; -έες, -ῆες, -εῦσι(ν), - ῆας) of gods or men,1 king δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα Hieron O. 1.23τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι O. 1.114
βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα Aipytos O. 6.47 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί the family of Epharmostos of Opus O. 9.56 ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς Augeas O. 10.35 “εὕδεις, Αἰολίδα βασιλεῦ;” Bellerophon O. 13.67 Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον Deinomenes P. 1.60 ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν sc. of Aitna P. 1.68ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14
ναοῦ βασιλεὺς Λοξίας P. 3.27
ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς Hieron P. 3.70 Κρονοῦ παῖδας βασιλῆας ἴδον i. e. the gods P. 3.94 παρ' ἀνδρὶ φίλῳ εὐίππου βασιλῆι Κυράνας Arkesilas P. 4.2σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ P. 4.62
βασιλεὺς ἀνέμων Βορέας P. 4.181
“βασιλεύς, ὅστις ἄρχει ναός” Jason P. 4.229 βασιλεύς ἐσσι μεγαλᾶν πολίων (post ἐσσί distinxit Rose: i. e. Arkesilas) P. 5.15 ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί the dead kings of Cyrene P. 5.97 βασιλεὺς Γιγάντων Porphyrion P. 8.17 Ὑψέος εὐρυβία, ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦνβασιλεύς P. 9.14
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ the gods N. 4.67ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.84
Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει N. 7.82
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος Aiakos N. 8.7ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι I. 8.18
ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 3. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῇος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (βασιλῆ[ος] ὃς etiam possis: i. e. Laomedon) fr. 140a. 56 (30). ] βασιλη fr. 215c. 4. met., Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (τὸν αἰετόν· φησὶ δὲ τὸ κατὰ τοὺς ναοὺς τῶν θεῶν ἀέτωμα. Σ.) O. 13.21 -
32 κοτέω
1 be angry with c. dat. ] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά sc. Ἡρακλέης fr. 140a. 57 (31). ]κοτέσσατ' επ[ Δ. 4. b. 7. -
33 ξενοδαίκτας
1 murdering strangers ]λαῶν ξενοδα[ί]κτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά (king Laomedon of Troy) fr. 140a. 56. -
34 κοτέω
κοτ-έω, ([etym.] κότος) [dialect] Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers.,κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177
, cf. 18.367;Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383
; ; τοῖσίν τε κοτέσσεται ([dialect] Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101;λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc. 403
: prov., : c.dat.rei,βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31
: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα .. 14.191: abs.,οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ ([dialect] Ep. [tense] pf. part. ) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: [tense] aor. ;Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτασθαλία — ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc/acc dual ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίᾳ — ἀτασθαλίαι , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατασθαλία — η (ΑΜ ἀτασθαλία) [ατάσθαλος] ηθική αταξία, απρέπεια νεοελλ. παράνομη ενέργεια, υπέρβαση καθήκοντος αρχ. 1. αλαζονεία, ασέβεια 2. πληθ. ασεβείς ενέργειες, ανόσιες πράξεις … Dictionary of Greek
ατασθαλία — η ακαταστασία, απρέπεια, υπέρβαση καθήκοντος, ατσαλιά: Ατασθαλίες αποκαλύφτηκαν στην υπηρεσία έγκρισης φαρμάκων για τους δημόσιους υπαλλήλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτασθαλίας — ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc pl ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαι — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαν — ἀτασθαλίᾱν , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλιῶν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαις — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαισιν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίη — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)