-
1 ατασθαλια
ион. ἀτασθᾰλίη (ᾰτ) ἥ (у Hom. только pl.) нечестие, безнравственность, беззаконие Hom., Hes., Her., Thuc., Arst. -
2 ατασθαλία
η1) безалаберность, неаккуратность; 2) превышение власти;οι ατασθαλίες της κυβέρνησης — произвол правительства
См. также в других словарях:
ἀτασθαλία — ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc/acc dual ἀτασθαλίᾱ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίᾳ — ἀτασθαλίαι , ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατασθαλία — η (ΑΜ ἀτασθαλία) [ατάσθαλος] ηθική αταξία, απρέπεια νεοελλ. παράνομη ενέργεια, υπέρβαση καθήκοντος αρχ. 1. αλαζονεία, ασέβεια 2. πληθ. ασεβείς ενέργειες, ανόσιες πράξεις … Dictionary of Greek
ατασθαλία — η ακαταστασία, απρέπεια, υπέρβαση καθήκοντος, ατσαλιά: Ατασθαλίες αποκαλύφτηκαν στην υπηρεσία έγκρισης φαρμάκων για τους δημόσιους υπαλλήλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτασθαλίας — ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc pl ἀτασθαλίᾱς , ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαι — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc pl ἀτασθαλίᾱͅ , ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαν — ἀτασθαλίᾱν , ἀτασθαλία presumptuous sin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλιῶν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαις — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίαισιν — ἀτασθαλία presumptuous sin fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτασθαλίη — ἀτασθαλία presumptuous sin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)