-
1 αταρτηρός
-
2 ἀταρτηρός
-
3 ἀταρτηρός
ἀταρτηρός (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέϑλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.
-
4 αταρτηρος
-
5 ἀταρτηρός
ἀταρτηρός: doubtful word, harsh, abusive, mischievous, Il. 1.223, Od. 2.243.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀταρτηρός
-
6 ἀταρτηρός
-
7 ἀταρτηρός
Grammatical information: adj.Meaning: `mischievous, baneful' (Il.)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Stürmer IF 47, 299 assumes a form *ἄταρτος `unzerreiblich', comparing ἀτέραμνος, τείρω; difficult. S. Bechtel Lex. and Bq.Page in Frisk: 1,176Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀταρτηρός
-
8 ἀταρτηρός
ἀταρτ-ηρός, όν,A mischievous, baneful,ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Il.1.223
; of a person,Μέντορ ἀταρτηρέ Od.2.243
; ;στόμα Πόντου Theoc.22.28
; of wild beasts, Q.S.4.223, 12.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταρτηρός
-
9 αταρτηρόν
-
10 ἀταρτηρόν
-
11 δαρδάπτω
δαρδάπτω, zerreißen; reduplicirte Nebenform von δάπτω, vgl. ἀταρτηρός ἀτηρός. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) ϑῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ πόϑος Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
-
12 ἐπι-τάῤῥοθος
ἐπι-τάῤῥοθος (vgl. ἐπίῤῥοϑος u. τάῤῥοϑος), ὁ, ἡ, der Helfer, der Beistand, immer von Göttern, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε ϑεῶν ἐπ. ἐστι Il. 11, 366; fem., 5, 808 u. Orph. H.; in einem Orakel bei Her. 1, 66 Τεγέης ἐπ. ἔσσῃ, wo es Sieger zu übersetzen ist. Man vergleicht gewöhnlich, was die Bildung des Wortes betrifft, ἀτηρός u. ἀτάρτηρος.
-
13 αταρτηροίο
-
14 ἀταρτηροῖο
-
15 αταρτηροίς
-
16 ἀταρτηροῖς
-
17 αταρτηροίσι
-
18 ἀταρτηροῖσι
-
19 αταρτηροίσιν
-
20 ἀταρτηροῖσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… … Dictionary of Greek
ἀταρτηρός — mischievous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηρόν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc sg ἀταρτηρός mischievous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροῖο — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροῖς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροῖσι — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροῖσιν — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροί — ἀταρτηρός mischievous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηροῦ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηρούς — ἀταρτηρός mischievous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρτηρέ — ἀταρτηρός mischievous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)