-
1 αταρπόν
-
2 ἀταρπόν
-
3 διεκπεράω
A pass out through, c. acc.,τὰς Ἡρακλέας στήλας Hdt.4.152
; δ. τὴν ἄνυδρον pass quite through it, Id.3.4;τὸν ποταμόν Id.5.52
; ; traverse, ἀταρπόν Orac. ap. Jul.Ep. 89b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεκπεράω
См. также в других словарях:
ἀταρπόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υλήεις — και δωρ. τ. ὑλάεις, εσσα, εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α 1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση 3. φρ. «δι ὑλάεσσαν ἀταρπόν» διά μέσου τού δάσους (Ανθ.… … Dictionary of Greek