-
1 ἀταρβομάχας
A fearing not the fray, B.15.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταρβομάχας
См. также в других словарях:
αταρβομάχας — ἀταρβομάχας, ο (Α) ο ατρόμητος στη μάχη … Dictionary of Greek
1 ἀταρβομάχας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀταρβομάχας
αταρβομάχας — ἀταρβομάχας, ο (Α) ο ατρόμητος στη μάχη … Dictionary of Greek