-
1 ατίθασος
-
2 ἀτίθασος
-
3 ἀτίθασος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτίθασος
-
4 ατιθασώτατα
-
5 ἀτιθασώτατα
-
6 ατίθασον
-
7 ἀτίθασον
-
8 ἀ-τίθασσος
ἀ-τίθασσος, richtiger ἀτίθασος, nicht zahm, wild, unbändig, Ggstz ἥμερος Herodian. 5, 6, 21.
-
9 ατιθασωτάτω
-
10 ἀτιθασωτάτῳ
-
11 ατιθάσοις
-
12 ἀτιθάσοις
-
13 ατιθάσου
-
14 ἀτιθάσου
-
15 ατιθάσους
-
16 ἀτιθάσους
-
17 ατιθάσων
-
18 ἀτιθάσων
-
19 ατίθασα
-
20 ἀτίθασα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτίθασος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατίθασος — η, ο (AM ἀτίθασος, ον) 1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος 2. απειθάρχητος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τιθασός «ήμερος»] … Dictionary of Greek
ατίθασος — η, ο αυτός που δε μέρωσε, άγριος, απείθαρχος: Είναι παιδί πολύ ατίθασο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτιθασώτατα — ἀτίθασος adverbial superl ἀτίθασος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίθασον — ἀτίθασος masc/fem acc sg ἀτίθασος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθασωτάτῳ — ἀτίθασος masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθάσοις — ἀτίθασος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθάσου — ἀτίθασος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθάσους — ἀτίθασος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιθάσων — ἀτίθασος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίθασα — ἀτίθασος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)