Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀτίθασος

См. также в других словарях:

  • ἀτίθασος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατίθασος — η, ο (AM ἀτίθασος, ον) 1. (για ζώα) αδάμαστος, άγριος 2. απειθάρχητος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τιθασός «ήμερος»] …   Dictionary of Greek

  • ατίθασος — η, ο αυτός που δε μέρωσε, άγριος, απείθαρχος: Είναι παιδί πολύ ατίθασο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτιθασώτατα — ἀτίθασος adverbial superl ἀτίθασος neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίθασον — ἀτίθασος masc/fem acc sg ἀτίθασος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθασωτάτῳ — ἀτίθασος masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσοις — ἀτίθασος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσου — ἀτίθασος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσους — ἀτίθασος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιθάσων — ἀτίθασος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτίθασα — ἀτίθασος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»