-
1 ασαφεια
-
2 ασάφεια
η неясность, нечёткость, неопределённость; загадочность, непонятность -
3 ασάφεια
[асафиа] ουσ. Θ. неясность, неопределенность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασάφεια
-
4 ασάφεια
[асафиа] ουσ θ неясность, неопределенность. -
5 μελαγκαρπος
См. также в других словарях:
ἀσαφείᾳ — ἀσαφείᾱͅ , ἀσάφεια want of clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφεια — want of clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάφεια — η (AM ἀσάφεια, Α και φία και φίη) [ασαφής] η έλλειψη σαφήνειας … Dictionary of Greek
ασάφεια — η έλλειψη σαφήνειας, σκοτεινότητα: Το γράψιμό του το διακρίνει μια ασάφεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαφείας — ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem acc pl ἀσαφείᾱς , ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφειῶν — ἀσάφεια want of clearness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείαις — ἀσάφεια want of clearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφείης — ἀσάφεια want of clearness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάφειαν — ἀσάφεια want of clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προψελλίζω — Α ψελλίζω κάτι προηγουμένως, μιλώ με ασάφεια πριν από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψελλίζω «μιλώ, εκθέτω κάτι με ασάφεια»] … Dictionary of Greek
АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ — АРИСТОТЕЛЯ КОММЕНТАТОРЫ. В статье рассмотрена преимущественно комментаторская традиция 1 в. дон.э. бв.н.э.О комментаторах сирийских, арабских, византийских, средневековых латинских и еврейских см. Аристотелизм. ГРЕЧЕСКИЕ КОММЕНТАТОРЫ.… … Античная философия