-
1 ἀσωτία
ἀ-σωτία, das Leben des ἄσωτος, Verschwendung; bes. unmäßiger Aufwand für sinnliche Vergnügungen -
2 τεχνητικός
τεχνητικός, künstelnd, künstlich, ἀσωτία, Pol. 32, 20, 9 bei Ath. X, 440 b.
-
3 ἀ-σωτεία
-
4 ἀ-σωτία
ἀ-σωτία, ἡ, das Leben des ἄσωτος, Verschwendung, Plat. Rep. VIII, 560 e; Arist. Eth. Nic. 4, 1 stellt sie der ἀνελευϑεριότης gegenüber, τῷ διδόναι καὶ μὴ λαμβάνειν ὑπερβάλλει; vgl. die Beispiele von ἀσωτία bei Ath. IV, 165 e ff; bes. unmäßiger Aufwand für sinnliche Vergnügungen.
-
5 ἄ-σωτος
ἄ-σωτος, 1) nicht heilsam, βορὰ γένει ἄσωτος Aesch. Ag. 1579. – 2) heillos, der nicht zu retten ist, ἀσώτως ἔχειν, von Kranken, Ggstz σωτηρίως, Plut. qu. nat. 26; gew. von sittlicher Verdorbenheit, Σισυφιδᾶν γένος Soph. Ai. 189; καὶ πονηρός Dem. 45, 76. Bes. der für sinnliche Lüfte alles verschwendet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 τοὺς ἀκρατεῖς καὶ εἰς ἀκολασίαν δαπανηροὺς ἀσώτους καλοῦμεν. Vgl. ἀσωτία. – Adv., ἀσώτως καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 40, 58.
-
6 ἐλευθεριότης
ἐλευθεριότης, ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευϑέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευϑερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
-
7 ἐλευθεριότης
ἐλευθεριότης, ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευϑέριος; als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευϑερία
См. также в других словарях:
ἀσωτία — ἀσωτίᾱ , ἀσωτία prodigality fem nom/voc/acc dual ἀσωτίᾱ , ἀσωτία prodigality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίᾳ — ἀσωτίαι , ἀσωτία prodigality fem nom/voc pl ἀσωτίᾱͅ , ἀσωτία prodigality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασωτία — η (AM ἀσωτία) [άσωτος (Ι)] αλόγιστη, σπάταλη, έκλυτη ζωή … Dictionary of Greek
ασωτία — η το να ζει κανείς άσωτα, ακόλαστα ή να σπαταλά αλογάριαστα: Σπατάλησε την πατρική περιουσία σε ασωτίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσωτίας — ἀσωτίᾱς , ἀσωτία prodigality fem acc pl ἀσωτίᾱς , ἀσωτία prodigality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαι — ἀσωτία prodigality fem nom/voc pl ἀσωτίᾱͅ , ἀσωτία prodigality fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαν — ἀσωτίᾱν , ἀσωτία prodigality fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίαις — ἀσωτία prodigality fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτίῃ — ἀσωτία prodigality fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσωτείας — ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem acc pl ἀσωτείᾱς , ἀσωτία prodigality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нѣсмь — НѢСМЬ, НѢСИ, НѢ(СТЬ) и т. д. (нѣсмь2000) гл. 1. Формы наст. врем. гл. быти с отрицанием. Не быть, не находиться: мы... ѹже нѣсмы подъ закономъ. но подъ блг(д)тию. КР 1284, 212в; что ищете живаго съ мр҃твми: нѣ(с) сдѣ КТур XII сп. XIV, 13; || не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)