-
1 ασχολουμένων
ἀσχολέωengage: pres part mp fem gen pl (attic epic doric)ἀσχολέωengage: pres part mp masc /neut gen pl (attic epic doric) -
2 ἀσχολουμένων
ἀσχολέωengage: pres part mp fem gen pl (attic epic doric)ἀσχολέωengage: pres part mp masc /neut gen pl (attic epic doric)
См. также в других словарях:
ἀσχολουμένων — ἀσχολέω engage pres part mp fem gen pl (attic epic doric) ἀσχολέω engage pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιάντωση — Πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που οφείλεται σε εισπνοή ινών αμιάντου (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο) και επικάθηση των ινών αυτών στον πνευμονικό ιστό. Επακόλουθό της είναι φλεγμονή του πνεύμονα, που χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, βήχα, μικρή… … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek