-
1 ασχοληθείη
-
2 ἀσχοληθείη
См. также в других словарях:
ἀσχοληθείη — ἀσχολέω engage aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ασχοληθείη
2 ἀσχοληθείη
ἀσχοληθείη — ἀσχολέω engage aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)