-
1 ασχημάτιστος
-
2 ἀσχημάτιστος
-
3 ασχηματιστος
-
4 ἀσχημάτιστος
2 that cannot be represented by a figure, Theol. Ar.11.3 Astrol., not in aspect with other planets, Vett. Val.102.8, Anon.in Ptol.Tetr. 104.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσχημάτιστος
-
5 ασχημάτιστος
η, ο [ος, ον ]1) бесформенный; 2) несформировавшийся (о подростках, о девичьей груди); 3) см. ασυγκρότητος; 4) неоформленный (о речи и т. п.) -
6 ασχημάτιστος
[асхиматистос] επ ^сформированный. -
7 ἀσχημάτιστος
ἀ-σχημάτιστος, ungeformt, formlos; bei Rhetor. ohne Redefigur -
8 ασχημάτιστος
biçimlenmemiş, şekilsiz -
9 ασχηματίστως
ἀσχημάτιστοςwithout form: adverbialἀσχημάτιστοςwithout form: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀσχηματίστως
ἀσχημάτιστοςwithout form: adverbialἀσχημάτιστοςwithout form: masc /fem acc pl (doric) -
11 ασχημάτιστον
ἀσχημάτιστοςwithout form: masc /fem acc sgἀσχημάτιστοςwithout form: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀσχημάτιστον
ἀσχημάτιστοςwithout form: masc /fem acc sgἀσχημάτιστοςwithout form: neut nom /voc /acc sg -
13 αναφης
21) неосязаемый(ἀσχημάτιστος καὴ ἀ. Plat.; ἀ. καὴ ἄσαρκος Luc.)
2) податливый на ощупь, мягкий(οὐσία Plut.)
-
14 ασχηματίστοις
-
15 ἀσχηματίστοις
-
16 ασχηματίστου
-
17 ἀσχηματίστου
-
18 ασχηματίστους
-
19 ἀσχηματίστους
-
20 ασχηματίστω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσχημάτιστος — without form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… … Dictionary of Greek
ασχημάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σχηματίστηκε, αδιαμόρφωτος, αμέστωτος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, ασχημάτιστος, αμέστωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσχηματίστως — ἀσχημάτιστος without form adverbial ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημάτιστον — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc sg ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστοις — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστου — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστους — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστων — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχηματίστῳ — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχημάτιστα — ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)