Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσχημάτιστος

См. также в других словарях:

  • ἀσχημάτιστος — without form masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασχημάτιστος — η, ο (AM ἀσχημάτιστος, ον) αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος 2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος αρχ. (στη ρητορική) ο χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ασχημάτιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε σχηματίστηκε, αδιαμόρφωτος, αμέστωτος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, ασχημάτιστος, αμέστωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσχηματίστως — ἀσχημάτιστος without form adverbial ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημάτιστον — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc sg ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχηματίστοις — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχηματίστου — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχηματίστους — ἀσχημάτιστος without form masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχηματίστων — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχηματίστῳ — ἀσχημάτιστος without form masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσχημάτιστα — ἀσχημάτιστος without form neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»