-
1 ασφαλεία
ἀσφαλείᾱ, ἀσφάλειαsecurity against stumbling: fem nom /voc /acc dual——————ἀσφαλείᾱͅ, ἀσφάλειαsecurity against stumbling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
3 ασφάλεια
ἀσφάλειαsecurity against stumbling: fem nom /voc sgἀσφάλειοςSecurer: neut nom /voc /acc pl -
4 ἀσφάλεια
ἀσφάλειαsecurity against stumbling: fem nom /voc sgἀσφάλειοςSecurer: neut nom /voc /acc pl -
5 ἀσφάλεια
ἀσφάλεια, ας, ἡ (s. ἀσφαλής; Aeschyl.+; loanw. in Aramaic and in rabb. Heb. [s. LAlexander, The Preface to Luke’s Gospel ’93, 141, n. 44]) the verb σφάλλω freq. refers to the act of making someone fall or trip; ἀ. marks ‘security against stumbling/falling’; hence, in var. transf. senses① a stable and salutary circumstance, safety, security (Jos., Ant. 2, 245) w. εἰρήνη 1 Th 5:3 (X., Mem. 3, 12, 7; Epict. 1, 9, 7; in ins w. ἀσυλία and ἀτέλεια, s. index SIG and OGI; LXX). ὡς … ἐν ἀ. ἤδη ἦσαν AcPl Ha 3, 21.② stability of idea or statement, certainty, truth τ. λόγων Lk 1:4 (=be clear about the accounts; difft. X., Mem. 4, 6, 15 ἀ. λόγου of rhetorical procedure; ἀ. is also a legal t.t. for a written guarantee =‘security’ [Epict. 2, 13, 7; PAmh 78, 16 ἀσφάλιαν γραπτήν; PTebt 293, 19]).—J Ropes, St Luke’s Preface; ἀσφάλεια and παρακολουθεῖν: JTS 25, 1924, 67–71; FVogel, NKZ 44, ’33, 203ff; CMoule, memorial volume for TWManson ’59, 165–79; LAlexander, s. above, 140f.③ detention that restricts movement, security κεκλεισμένος ἐν πάσῃ ἀ. securely locked Ac 5:23 (Jos., Bell. 3, 398 φρουρεῖν μετὰ πάσης ἀσφαλείας; SIG 547, 30; 2 Macc 3:22). χωρὶς τῆς ὑμετέρας ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας without being fastened w. nails by you MPol 13:3.—DELG s.v. σφάλλω. M-M. TW. Spicq. -
6 Ασφάλεια
-
7 Ἀσφάλεια
-
8 ασφάλεια
η1) надёжность; прочность;ασφάλεια υπολογισμών — надёжность расчётов;
2) безопасность;δημοσία ασφάλεια — общественная безопасность;
Συμβούλιο Ασφαλείας Совет Безопасности;εν ασφάλεία — вне опасности;
3) асфалия, охранка (в Греции);4) гарантия, обеспечение; залог; 5) страхование;ζωής страхование жизни;συμβόλαιο ασφάλείας — страховой полис;
έχω ( — или έβαλα) το σπίτι μου στήν ασφάλεια — мой дом застрахован;
6) страховое общество;7) предохранитель (электрический; у оружия); -
9 ἀσφάλεια
A security against stumbling or falling,ἀ. πρὸς τὸν πηλόν Th.3.22
; steadfastness, stability, ἀσφαλείᾳ.. ἀνόρθωσον πόλιν raise up the city so that it stand fast, S. OT51;κατασκευάζειν τὴν [τῆς πολιτείας] ἀ. Arist.Pol. 1319b39
.2 assurance from danger, personal safety, A.Supp. 495, etc.;τηρεῖν ἀ. ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8
; ἀ. τῆς ἐπαναφορᾶς precaution regarding it, And.3.33, cf. Th.4.68, 8.4; ἡ ἰδία ἀ., opp. ὁ τῆς πόλεως κίνδυνος, Lys. 31.7;δεηθεὶς τῆς ἀ. ἔτυχε
safe-conduct,Hdt.
3.7; ἀ. διδόναι, παρέχειν, X.HG2.2.2, Cyr.4.5.28: freq. with Preps.,ἀσφαλείης εἵνεκεν Hdt.4.33
;ἀσφαλείας οὕνεκα Ar.Av. 293
;δι' ἀσφαλείας τὰς πόλεις οἰκεῖν Th. 1.17
; τὸ σῶμ' ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστάναι, καθεστάναι, Isoc.9.30, X.Hier. 2.10; κατ' ἀσφάλειαν in safety, Th.4.128;μετ' ἀσφαλείας Id.1.120
, Pl. Ti. 50b: pl., seasons of safety,Isoc.
8.21.3 caution,σῴζονται ὑπ' ἀσφαλείας Alciphr.1.10
, cf. Heliod.(?)ap.Orib.46.11.27 and 14.4: in Lit. Crit., circumspection, Demetr.Eloc. 287.4 assurance, certainty,ἀ. πολλὴ μὴ ἂν ἐλθεῖν αὐτούς Th.2.11
; ἀ. ἐργάζεσθαι τὴν γῆν security for agriculture, X.Cyr.7.4.5.5 ἀ. λόγου convincing nature, certainty of an argument, Id.Mem.4.6.15, cf. Ev.Luc. 1.4.6 as law-term, security, bond, Arr.Epict.2.13.7; pledge, BGU1149.24 (i B. C.): in pl., = Lat. cautiones, Just.Nov.72.6.7 Pythag. name for eight, Theol.Ar.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσφάλεια
-
10 ἀσφάλεια
ἡ ἀσφάλεια 1. прочность, безопасность; 2. забота о безопасности, опаска -
11 ἀσφαλεία
Βλ. λ. ασφαλεία -
12 ἀσφαλείᾳ
Βλ. λ. ασφαλεία -
13 ἀσφάλεια
{сущ., 3}1. твердость, крепость, прочность; перен. уверенность, убедительность, непоколебимость, незыблемость, достоверность;2. безопасность.Ссылки: Лк. 1:4; Деян. 5:23; 1Фес. 5:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀσφάλεια
-
14 ασφάλεια
{сущ., 3}1. твердость, крепость, прочность; перен. уверенность, убедительность, непоколебимость, незыблемость, достоверность;2. безопасность.Ссылки: Лк. 1:4; Деян. 5:23; 1Фес. 5:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ασφάλεια
-
15 ἀσφάλεια
-ας + ἡ N 1 2-0-3-4-11=20 Lv 26,5; Dt 12,10; Is 8,15; 18,4; 34,15security, safety Lv 26,5; steadfastness, stability Ps 103(104),5*Is 8,15(16) ἀσφαλείᾳ safe place (rock)-רוּצ for MT רוֹצ ⋄צרר bind upCf. SPICQ 1982, 71-73; →NIDNTT; TWNT -
16 ἀσφάλεια
1. твердость, крепость, прочность; перен. уверенность, убедительность, непоколебимость, незыблемость, достоверность; 2. безопасность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσφάλεια
-
17 ασφάλεια
ηSicherheit f -
18 ἀσφάλεια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀσφάλεια
-
19 ασφάλεια
[асфалиа] οοσ. Θ. безопасность, гарантия, страховка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασφάλεια
-
20 ασφάλεια
[асфалиа] ουσ θ безопасность, гарантия, страховка.
См. также в других словарях:
ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… … Dictionary of Greek
ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)