-
101 κατοχυρώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) закреплять; укреплять, упрочивать; 2) перен. обеспечивать, гарантировать;κατοχυρώνω την ασφάλεια — обеспечивать безопасность
-
102 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
-
103 συλλογικός
η, ό[ν]1) коллективный; коллегиальный;συλλογική σύμβαση (εργασίας) — коллективный договор (между администрацией и рабочими);
συλλογικές προσπάθειες — коллективные усилия;
συλλογική ασφάλεια — коллективная безопасность;
συλλογική καθοδήγηση — коллегиальное руководство;
2) относящийся к объединению, обществу, товариществу, клубу -
104 Ασφάλει'
-
105 Ἀσφάλει'
-
106 ασφαλειών
-
107 ἀσφαλειῶν
-
108 ασφαλείαις
-
109 ἀσφαλείαις
-
110 ασφαλείη
-
111 ἀσφαλείῃ
-
112 ασφαλείης
-
113 ἀσφαλείης
-
114 ασφάλειαι
-
115 ἀσφάλειαι
-
116 ασφάλειαν
-
117 ἀσφάλειαν
-
118 803
{сущ., 3}1. твердость, крепость, прочность; перен. уверенность, убедительность, непоколебимость, незыблемость, достоверность;2. безопасность.Ссылки: Лк. 1:4; Деян. 5:23; 1Фес. 5:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 803
-
119 assurance
1) (confidence: an air of assurance.) αυτοπεποίθηση2) (a promise: He gave me his assurance that he would help.) υπόσχεση3) (insurance: life assurance.) ασφάλεια (π.χ. ζωής) -
120 fuse
I 1. [fju:z] verb1) (to melt (together) as a result of great heat: Copper and tin fuse together to make bronze.) (συν)τήκω, συγχωνεύω2) ((of an electric circuit or appliance) to (cause to) stop working because of the melting of a fuse: Suddenly all the lights fused; She fused all the lights.) καίω,καίγομαι2. noun(a piece of easily-melted wire included in an electric circuit so that a dangerously high electric current will break the circuit and switch itself off: She mended the fuse.) ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος- fusionII [fju:z] noun(a piece of material, a mechanical device etc which makes a bomb etc explode at a particular time: He lit the fuse and waited for the explosion.) φιτίλι
См. также в других словарях:
ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… … Dictionary of Greek
ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)