-
1 sécurité
ασφάλεια -
2 sûreté
ασφάλεια -
3 bezpečí
ασφάλεια -
4 bezpečnost
ασφάλεια -
5 zabezpečení
ασφάλεια -
6 safety
ασφάλεια -
7 bezpieczeństwo
ασφάλεια -
8 emniyet
ασφάλεια, σιγουριά -
9 güvenlik
ασφάλεια, σιγουριά -
10 kasko
ασφάλεια αυτοκινήτου -
11 sigorta
ασφάλεια, ασφαλιστική εταιρία -
12 безопасность
безопасность ж в разн. знач. η ασφάλεια техника \безопасностьи τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.) коллективная \безопасность η συλλογική ασφάλεια* * *ж в разн. знач.η ασφάλειαте́хника безопа́сности — τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.)
коллекти́вная безопа́сность — η συλλογική ασφάλεια
-
13 страхование
страхование с η ασφάλιση, η ασφάλεια; социальное \страхование η κοινωνική ασφάλιση; \страхование жизни (имущества ) η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)* * *сη ασφάλιση, η ασφάλειαсоциа́льное страхова́ние — η κοινωνική ασφάλιση
страхова́ние жи́зни (иму́щества) — η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)
-
14 безопасность
-и θ.ασφάλεια•находиться в полной -и βρίσκομαι σε πλήρη ασφάλεια•
государственная безопасность η κρατική ασφάλεια•
совет -и ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ•
техника -и τεχνικά μέτρα πρόληψης ατυχημάτων.
-
15 предохранитель
-я α.(τεχ.) ασφάλεια•предохранитель ру-жиный предохранитель η ασφάλεια του όπλου•
сгорел электрический предохранитель κάηκε η ηλεκτρική ασφάλεια.
-
16 страхование
-я ουδ.ασφάλιση, -λεια•имущества от огня ασφάλεια της περιουσίας από πυρκαγιά (πυρασφάλεια)•
страхование жизни ασφάλεια ζωής•
взаимное страхование αλληλασφάλεια•
государственное страхование κρατική ασφάλεια•
социальное страхование κοινωνική ασφάλιση.
-
17 газобезопасность
1. (от утечки газа) η ασφάλεια/πρόληψη από αναθυμιάσεις αερίων 2. (от взрыва) η ασφάλεια/πρόληψη από έκρηξη αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобезопасность
-
18 грядиль
(плуга) η δοκός (αρότρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грядиль
-
19 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
20 сохранность
сохранностьж ἡ ἀσφάλεια, ἡ ἀκεραι-ότης:в целости и \сохранностьиости σώος καί ἀκέραιος· в полной \сохранность-ности σἔ ἀπόλυτη ἀσφάλεια.
См. также в других словарях:
ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… … Dictionary of Greek
ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)