-
1 ασυκοφάντητος
-
2 ἀσυκοφάντητος
-
3 ασυκοφαντητος
-
4 ἀσυκοφάντητος
ἀσῡκοφάντητος, ον,A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; (Commagene, i B. C.);πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10
; free from misrepresentation, Onos.Praef.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυκοφάντητος
-
5 ασυκοφάντητος
η, ο [ος, ον ]1) неоклеветанный; 2) которого невозможно оклеветать, безукоризненный, безупречный; 3) никогда не клевещущий -
6 ἀσῡκοφάντητος
ἀ-σῡκο-φάντητος, nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet -
7 ασυκοφαντητότερον
ἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: adverbial compἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc acc comp sgἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ἀσυκοφαντητότερον
ἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: adverbial compἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc acc comp sgἀσῡκοφαντητότερον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: neut nom /voc /acc comp sg -
9 ασυκοφαντήτως
ἀσῡκοφαντήτως, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: adverbialἀσῡκοφαντήτως, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀσυκοφαντήτως
ἀσῡκοφαντήτως, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: adverbialἀσῡκοφαντήτως, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc /fem acc pl (doric) -
11 ασυκοφάντητον
ἀσῡκοφάντητον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc /fem acc sgἀσῡκοφάντητον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀσυκοφάντητον
ἀσῡκοφάντητον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: masc /fem acc sgἀσῡκοφάντητον, ἀσυκοφάντητοςnot plagued by informers: neut nom /voc /acc sg -
13 ασυκοφαντήτους
-
14 ἀσυκοφαντήτους
-
15 ασυκοφάντητα
-
16 ἀσυκοφάντητα
-
17 ασυκοφάντητοι
-
18 ἀσυκοφάντητοι
См. также в других словарях:
ασυκοφάντητος — η, ο (AM ἀσυκοφάντητος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί αρχ. εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί … Dictionary of Greek
ἀσυκοφάντητος — ἀσῡκοφάντητος , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυκοφάντητος — η, ο αυτός που δε συκοφαντήθηκε, που έμεινε ακατηγόρητος (με συκοφαντίες): Είχε τέτοιον άθλιο χαραχτήρα, ώστε δεν άφηνε άνθρωπο ασυκοφάντητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυκοφαντητότερον — ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers adverbial comp ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc acc comp sg ἀσῡκοφαντητότερον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφαντήτως — ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers adverbial ἀσῡκοφαντήτως , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφάντητον — ἀσῡκοφάντητον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc sg ἀσῡκοφάντητον , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλωσσοφάγωτος — η, ο [γλωσσοτρώγω] αυτός που δεν τόν γλωσσόφαγαν, ασυκοφάντητος, ακακολόγητος … Dictionary of Greek
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek
ἀσυκοφαντήτους — ἀσῡκοφαντήτους , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυκοφάντητα — ἀσῡκοφάντητα , ἀσυκοφάντητος not plagued by informers neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)