-
1 ασυγκόμιστον
ἀσυγκόμιστοςnot gathered in: masc /fem acc sgἀσυγκόμιστοςnot gathered in: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀσυγκόμιστον
ἀσυγκόμιστοςnot gathered in: masc /fem acc sgἀσυγκόμιστοςnot gathered in: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀσυγκόμιστον — ἀσυγκόμιστος not gathered in masc/fem acc sg ἀσυγκόμιστος not gathered in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek