-
1 αστυφέλικτος
-
2 ἀστυφέλικτος
-
3 αστυφελικτος
-
4 ἀστυφέλικτος
ἀστῠφέλικτος, ον,A unshaken, undisturbed,βασιλεία X.Lac.15.7
;θεός Call.Del.26
;Ἅιδης Epigr.Gr.540.3
;ὕπνου χάριν AP9.764
(Paul. Sil.);σῶμα Orph.Fr.168.22
;ἀσκηθής ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ Sammelb. 5829.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυφέλικτος
-
5 ἀστυφέλικτος
ἀ-στυφέλικτος, unerschüttert, fest -
6 αστυφέλικτον
-
7 ἀστυφέλικτον
-
8 αστυφελίκτου
-
9 ἀστυφελίκτου
-
10 αστυφελίκτους
-
11 ἀστυφελίκτους
-
12 αστυφέλικτα
-
13 ἀστυφέλικτα
-
14 αστυφέλικτε
-
15 ἀστυφέλικτε
-
16 αστυφέλικτοι
-
17 ἀστυφέλικτοι
См. также в других словарях:
αστυφέλικτος — ἀστυφέλικτος, ον (Α) [στυφελίζω] ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος … Dictionary of Greek
ἀστυφέλικτος — unshaken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλικτον — ἀστυφέλικτος unshaken masc/fem acc sg ἀστυφέλικτος unshaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφελίκτου — ἀστυφέλικτος unshaken masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφελίκτους — ἀστυφέλικτος unshaken masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλικτα — ἀστυφέλικτος unshaken neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλικτε — ἀστυφέλικτος unshaken masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλικτοι — ἀστυφέλικτος unshaken masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)