-
1 αστακος
ὅ морской рак, омар ( Homarus или Astacus marinus) Arst.ὁ ἐν ποταμοῖς ἀ. Arst. — речной рак
-
2 Αστακος
Iὅ Астак1) отец фиванца Меланиппа Aesch.2) сын Тесея Plut.IIἥ Астак (город на зап. побережье Акарнании) Thuc. -
3 Αστακος
-
4 Ἄστακος
-
5 Αστακός
-
6 Ἀστακός
-
7 αστακός
-
8 ἀστακός
-
9 ἀστακός
-
10 ἀστακός
ἀστακός, ὁ,A the smooth lobster, Philyll.13, Arist.HA 526a11, 549b14, Matro Conv.66, Archestr.Fr.24.1; ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀ. the river cray-fish, Arist.HA 530a28.II hollow of the ear, Poll.2.85. (By assimilation from ὀστακός, the [dialect] Att. form acc. to Ath.3.105b.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστακός
-
11 ἀστακός
-
12 ἀστακός
Grammatical information: m.Meaning: 1. `the smooth lobster' (Philyll.), 2. `hollow of the ear' (Poll.).Other forms: ὀστακός (Aristom.; acc. to Ath. 3, 105b Attic)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally seen as `with bones', a k-derivation of the n-stem in Skt. asthán-, asthn- (nom. ásthi, s. ὀστέον); so *ostn̥-kó-s. One compared Skt. an-ástha + ka- `without bones', but this is irrelevant: it is a Sanskrit compound with a suffix productive in that language. Nor does MInd. aṭṭhi-taco `lobster' \< * asthi-tvacas- `with bony skin' prove anything for Greek. The etymology dates from the time that a Greek word had to be IE. The formation is unparallelled, the assimilation not very probable (beside ὀστέον). Rather a substr. word with α\/ο-. Fur. 137 etc. - Cf. ὀστέον and ἀστράγαλος, ὄστρακον.Page in Frisk: 1,169Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστακός
-
13 αστακός
-
14 Αστακός
ο г. Астакос (Центр. Греция) -
15 αστακός
οHummer m -
16 αστακός
[астсакос] ουσ. а. омар, лангуста.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστακός
-
17 αστακός
[астсакос] ουσ α омар, лангуста. -
18 αστακός
el llam'antol -
19 αστακός
homard -
20 αστακός
homar (m) rzecz.
См. также в других словарях:
Ἀστακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστακός — the smooth lobster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄστακος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek
Αστακός — Sp Astãkas Ap Αστακός/Astakos L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
αστακός — ο δεκάποδο μακρόουρο μαλακόστρακο· από το γεγονός ότι έχει δυνατές απειλητικές δαγκάνες γεννήθηκε η φράση: «οπλισμένος σαν αστακός» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαγγίνας, Αναστάσιος ή Τάτσης — (Αστακός Αιτωλοακαρνανίας 1792 – 1880). Πολιτικός και αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και μορφώθηκε στα Ιωάννινα. Προσελήφθη ως γραμματέας από τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά των Ιωαννίνων, και από το 1818 διοίκησε τη Θεσσαλία … Dictionary of Greek
Ἀστακοῖς — Ἀστακός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστακοῖς — ἀστακός the smooth lobster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστακοί — Ἀστακός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστακοί — ἀστακός the smooth lobster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)