Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀστάλακτος

См. также в других словарях:

  • ἀστάλακτος — not damp masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστάλακτον — ἀστάλακτος not damp masc/fem acc sg ἀστάλακτος not damp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστάλαχτος — η, ο (AM ἀστάλακτος, ον) αυτός που δεν σταλάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νεοελλ. ο υδατοστεγής μσν. ο άφθονος, ο ατέλειωτος (για δάκρυ) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»