-
1 ασταλακτος
-
2 άστακτος
αστάλακτος, η, ο [ος, ον ], αστάλαχτος, η, ο см. άσταχτος
См. также в других словарях:
ἀστάλακτος — not damp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάλακτον — ἀστάλακτος not damp masc/fem acc sg ἀστάλακτος not damp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστάλαχτος — η, ο (AM ἀστάλακτος, ον) αυτός που δεν σταλάζει, που δεν βγάζει ούτε σταγόνα νεοελλ. ο υδατοστεγής μσν. ο άφθονος, ο ατέλειωτος (για δάκρυ) … Dictionary of Greek