Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀστόχως

См. также в других словарях:

  • ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπαίω — ΝΑ νεοελλ. 1. βαδίζω ασταθώς, παραπατώ, τρικλίζω 2. ενεργώ ή κινούμαι χωρίς λογικό ειρμό ή αποφασιστικότητα, δεν ξέρω τί κάνω ή τί λέω αρχ. 1. χτυπώ εσφαλμένως, αστόχως 2. (για μουσικό) κρούω εσφαλμένο τόνο 3. είμαι ή γίνομαι παράφρονας, χάνω τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»