-
1 αστυνομος
-
2 νεμω
[ одного корня с νέμεσις, νομή, νομός, νόμος] (fut. νεμῶ - ион. νεμέω, aor. ἔνειμα - эп. νεῖμα; med.: fut. νεμοῦμαι - ион. νεμέομαι и поздн. νεμήσομαι, aor. ἐνειμάμην - поздн. ἐνεμησάμην; pass.: fut. νεμεθήσομαι, aor. ἐνεμήθην, pf. - в знач. med. - νενέμημαι; adj. verb. νεμητέος)1) распределять, раздавать, разделять(κρέα, μοίρας, σῖτον, μέθυ Hom.; τὰ πάντα δίχα Plut.; πλεῖστα μέρη νενεμημένος Plat.)
2) уделять, давать, присуждать(ὄλβον ἀνθρώποισιν Hom.)
θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Her. — если боги распределили (все) поровну, т.е. если существует божественная справедливость;πρὸς τὸν ἀδελφὸν οὕτω ἐνειμάμην Lys. — с братом мы разделились так;οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ΄ ἢ σοί Aesch. — никому не дал бы я больше, чем тебе, т.е. никто мне не дороже тебя;εἰ νέμοι τις αἵρεσιν Soph. — если бы кто-л. предоставил (свободный) выбор;στόμα σαφέοτατον ν. τινί Eur. — давать кому-л. непреложные прорицания;θάνατόν τινι ν. Plat. — назначать смертную казнь кому-л.;μεῖζον μέρος ν. τινί Thuc. — предпочитать что-л.3) относить, приписывать(ἀφελείᾳ τινὴ τέν παρρησίαν Plut.)
4) признавать, считать(φίλον τινὰ μέγιστον Soph.)
τινὸς μηδαμοῦ τιμὰς ν. Aesch. — совершенно не считаться с чьими-л. правами5) избирать, выбирать(προστάτην τινά Isocr., Arst.)
οἱ νενεμημένοι Polyb. — отобранные, т.е. занесенные в список атлетов6) пасти скот, заниматься скотоводством(ν. τε καὴ ἀροῦν Plat.)
οἱ νέμοντες Xen. — пастухи7) пасти(κτήνη Plat.; τέν δάμαλιν Luc.)
8) тж. med. использовать в качестве пастбища(τὰ ὄρη Xen.)
τὸ ὄρος νέμεται αἰξί Xen. — на горе пасутся козы;νέμεσθαι ἐπὴ τῇ κρήνῃ Hom. — пастись у источника9) питать в (душе), лелеять(τὸν χόλον Soph.)
10) истреблять, уничтожать(πυρὴ πόλιν Her.)
πυρὴ χθὼν νέμεται Hom. — земля пожирается огнем11) med. есть, поедать(ἄνθεα ποίης Hom.)
ν. τινος Soph. — питаться чем-л.;λέαινα δρύοχα νεμομένα Eur. — львица, ищущая себе пропитание в лесах12) med. (о язве, пожаре и т.п.) разъедать, распространяться(τὸ φῦμα ἐνέμετο πρόσω Her.)
εἰᾶσαί τι ν. Plut. — дать чему-л. волю;τὸ ψεῦδος νέμεται τέν ψυχήν Plut. — ложь разъедает душу13) med. обрабатывать, возделывать, тж. занимать(ἄλσεα, ἔργα, πατρώϊα Hom.)
14) med. обитать, населять(Ἰθάκην Hom.; γῆ, τέν νέμονται Σκύθαι Her.)
κακὸν σκότον ν. Aesch. — жить в ужасной тьме15) med. быть расположенным, находиться(πόλεις, αἱ τὸν Ἄθων νέμονται Her.)
16) тж. med. пользоваться(τὸ χωρίον κοινῇ ν. Thuc.)
ν. ἑὸν πόδα Pind. — ходить;πρόσω τιμὰς νέμειν Aesch. — и впредь пользоваться почестями17) med. эксплуатировать, иметь в своем распоряжении(τὰ μέταλλα Her.; τὰ ἐμπόρια Thuc.)
18) реже med. обладать, владеть, управлять, иметь в своей власти(χωρίον Thuc.; τὸν Πακτωλόν Soph.; τὰς Ἀθήνας, med. τἄλλα Her.; ἄστυ Arst.)
ἀσπίδα νέμων Aesch. — вооруженный щитом;κράτη καὴ θρόνους ν. τῆς γῆς Soph. — иметь царскую власть над страной19) med. ( о времени) проводить(ἁμέραν παρὰ πατρί, ἄδακρυν αἰῶνα Pind.)
См. также в других словарях:
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο … Dictionary of Greek
κληρονόμος — και κλερονόμος, ο, η, θηλ. και κληρονόμα (AM κληρονόμος, ό, Α δωρ. τ. κλαρονόμος, Μ και κλερονόμος) 1. το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πήρε ή που δικαιούται να πάρει κληρονομιά (α. «είναι ο μοναδικός κληρονόμος τού θείου του» β. «κληρονόμους τών… … Dictionary of Greek
πολιανόμος — ὁ, Α άρχοντας τής πόλης ο οποίος είχε αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις, ιος + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αστυ νόμος. Για τη μορφή τού α συνθετικού πολια βλ. λ. πολίτης / πολιᾱτας] … Dictionary of Greek
αστυνόμος — ο (Α ἀστυνόμος) νεοελλ. 1. ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας 2. προϊστάμενος αστυνομικού σταθμού, τμήματος κ.λπ. μσν. ο αστός, αυτός που κατοικεί σε πόλη αρχ. 1. αυτός που προστατεύει την πόλη α) «ἀστυνόμαι θεαί» 6) «ἀστυνόμαι ἀγλαΐαι» επίσημες … Dictionary of Greek
δεκεμβριανός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή έγινε τον μήνα Δεκέμβριο («δεκεμβριανό χιόνι») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δεκεμβριανά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο τού 1944 μετά την κυβερνητική κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δεκέμβριος. Η λ … Dictionary of Greek
κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… … Dictionary of Greek
κτηνιατρείο — Ιατρείο για την περίθαλψη άρρωστων ζώων. Γενικότερα, αποτελεί μία κτηνιατρική υπηρεσία περιορισμένης αρμοδιότητας, που φροντίζει τόσο για τη νοσηλεία των άρρωστων ζώων όσο και για την προληπτική προάσπιση της υγείας τους. Η περίθαλψη των ζώων… … Dictionary of Greek
κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek