Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀστρῷος

См. также в других словарях:

  • αστρώος — ἀστρῷος, α, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τ άστρα ή που προέρχεται απ αυτά …   Dictionary of Greek

  • ἀστρῷος — starry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῷον — ἀστρῷος starry masc acc sg ἀστρῷος starry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῷαι — ἀστρῷος starry fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῷοι — ἀστρῷος starry masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῴα — ἀστρῴ̱ᾱ , ἀστρῷος starry fem nom/voc/acc dual ἀστρῴ̱ᾱ , ἀστρῷος starry fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῴας — ἀστρῴ̱ᾱς , ἀστρῷος starry fem acc pl ἀστρῴ̱ᾱς , ἀστρῷος starry fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστρῴων — ἀστρῴ̱ων , ἀστρῷος starry fem gen pl ἀστρῴ̱ων , ἀστρῷος starry masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՂԱՅԻՆ — (յնոյ, ոց.) NBH 1 0320 Chronological Sequence: 6c ա. ἁστρῶος sidereus Աստեղական, աստեղեայ. *Յորժամ վասն շան է բանն, պա՛րտ է քննել, եթէ նշանակէ՞ զաստղային, եւ զծովայինն, եւ զերկրայինն. Սահմ. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀστρῴαις — ἀστρῴ̱αις , ἀστρῷος starry fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»