-
1 ἀστραβ-ηλάτης
ἀστραβ-ηλάτης, ὁ, Maulthierreiter, Luc. Lexiph. 2.
-
2 ἀστραβεύω
A ride a mule, Pl.Com.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραβεύω
-
3 ἀστράβη
ἀστρᾰβ-η, ἡ,A mule's saddle, an easy padded saddle, used by effeminate persons (Sch.D. l.c. infr.),ἐπ' ἀστράβης ἂν ὠχούμην Lys.24.11
; ἐπ' ἀστράβης ὀχούμενος ἀργυρᾶς (v.l. ἐξ Ἀργούρας) D.21.133;τῶν ὑποζυγίων τὰ τριχώματα γίνεται λευκὰ ἐκ προστρίψεων τῆς ἀστράβης Arist.Col.
interpol.post 798a19;εὐτελῶς ἐπ' ἀστράβης Macho
ap.Ath.13.582c;μαλακίζομαι ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς Luc.Lex.2
: prov., σοφόν γ' ὁ βοῦς ἔφασκεν ἀστράβην ἰδών, Com.Adesp.563.—Expld. as εἶδος ἁμάξης in Hdn.Gr.1.308; as the pommel of a saddle, EM159.50, Hsch.; of the mule itself, Id., Harp., Eust.1625.40.2 Δημοσθένους ἀ., a kind of surgical appliance, Heliod. ap. Orib.49.4.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράβη
-
4 ἀστραβηλάτης
A muleteer, Luc.Lex.2, Poll.7.185.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραβηλάτης
-
5 ἀστράβηλος
ἀστρᾰβ-ηλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράβηλος
-
6 ἀστραβής
ἀστρᾰβ-ής, ές,A = ἀστραφής, not twisted, straight, steadfast, Τροίας κίων (i.e. Hector) Pi.O.2.90;γένυες Hp.Art.31
; ;τὸ σῶμα ποιεῖν ἀ. Arist.Pol. 1336a12
;βάσεις IG7.3073.104
(Lebad.); of timber, Thphr.HP3.9.2: [comp] Comp., ib.5.1.11: [comp] Sup., ib.5.3.5; rigid, stiff,ἀ. ἐντέταται Aret.SA1.6
. Adv.- βῶς Ael.NA2.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραβής
-
7 ἀστραβίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραβίζω
-
8 ἀστραβιστήρ
A instrument used in levelling, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραβιστήρ
-
9 ἀστραβηλάτης
-
10 αστραβηλατης
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский