Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀστράβῃ

См. также в других словарях:

  • ἀστράβη — mule s saddle fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβη , ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράβῃ — ἀστράβη mule s saddle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η …   Dictionary of Greek

  • ἀστραβῆ — ἀστραβής not twisted neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀστραβής not twisted masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀστραβής not twisted masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράβαι — ἀστράβη mule s saddle fem nom/voc pl ἀστράβᾱͅ , ἀστράβη mule s saddle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραβῶν — ἀστράβη mule s saddle fem gen pl ἀστραβής not twisted masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράβαις — ἀστράβη mule s saddle fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράβην — ἀστράβη mule s saddle fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβην , ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱στράβην , ἀστράπτω lighten aor ind pass 1st sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράβης — ἀστράβη mule s saddle fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱στράβης , ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραβεύω — ἀστραβεύω (Α) [αστράβη] καβαλικεύω μουλάρι …   Dictionary of Greek

  • αστραβηλάτης — ἀστραβηλάτης, ο (Α) ο ημιονηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»