Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀστρολογίας

См. также в других словарях:

  • ἀστρολογίας — ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem acc pl ἀστρολογίᾱς , ἀστρολογία astronomy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… …   Dictionary of Greek

  • List of works by Lucian — A list of works by Lucian of Samosata (c. AD 125 – after AD 180), who wrote in Ancient Greek. The order of the works is that of the Oxford Classical Texts edition. The English titles are taken from Loeb (alternative translations are sometimes… …   Wikipedia

  • Lukiānos — Lukiānos, 1) geb. um 130 n. Chr. zu Samosata in Syrien; ursprünglich zum Steinmetzen bestimmt, verließ er bald diese mechanische Beschäftigung u. wandte sich der Rhetorik zu; er machte darauf Reisen als Kunstredner, lebte seit etwa 160 zu Athen,… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Liste der Werke von Lukian von Samosata — Die folgende Liste zählt alphabetisch nach der grammatischen Ordnung der deutschen Titel die überlieferten Werke des Lukian von Samosata auf. Der deutsche Titel folgt soweit möglich der Übersetzung von Christoph Martin Wieland. Zu den für die… …   Deutsch Wikipedia

  • Ψευδολουκιανός — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί διάφοροι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδίδονταν άλλοτε στον Λουκιανό τον Σαμοσατέα. Τα γνωστότερα ψευδεπίγραφα αυτά έργα είναι ο διάλογος Φιλόπατρις, που ειρωνεύεται τον χριστιανισμό και ανήκει σε κάποιο σοφιστή …   Dictionary of Greek

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • αλ ή ελ — Το μοναδικό άρθρο του αραβικού αλφαβήτου που χρησιμοποιείται για όλα τα γένη και όλους τους αριθμούς. Προφέρεται αλ ή ελ ανάλογα με το φωνήεν που ακολουθεί. Όταν βρίσκεται μπροστά από λέξη που αρχίζει από σύμφωνο σεμσιγέ (ηλιακό), τότε το λάμδα… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»