-
1 αστρατηγήτους
-
2 ἀστρατηγήτους
См. также в других словарях:
ἀστρατηγήτους — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστρατηγήτους
2 ἀστρατηγήτους
ἀστρατηγήτους — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)