-
1 αστραπηφόρον
-
2 ἀστραπηφόρον
См. также в других словарях:
ἀστραπηφόρον — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem acc sg ἀστραπηφόρος flashing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστραπηφόρον
2 ἀστραπηφόρον
ἀστραπηφόρον — ἀστραπηφόρος flashing masc/fem acc sg ἀστραπηφόρος flashing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)