-
1 ἀστραγαλῖνος
ἀστραγαλῖνος, ὁ, Distelfink ( ποικιλίς), Opp. Ix. 3, 2.
-
2 ἀστραγαλῖνος
См. также в других словарях:
ἀστραγαλῖνοι — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλῖνον — ἀστραγαλῖνος goldfinch masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγαλίνος — και στραγάλινος, ὁ, Α το πουλί καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀστραγαλῖνος «καρδερίνα» (πιθ. < ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek