-
1 αστραγαλίσκους
-
2 ἀστραγαλίσκους
См. также в других словарях:
ἀστραγαλίσκους — ἀστραγαλίσκος Cultes Égyptiens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αστραγαλίσκους
2 ἀστραγαλίσκους
ἀστραγαλίσκους — ἀστραγαλίσκος Cultes Égyptiens masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)