-
1 ἀστραγαλωτός
ἀστραγαλωτός, von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσϑαι Parthon bei Ath. IV, 153 a, mit Knöcheln durchflochtene Knute, vgl. πολυαστράγαλος. So ἡ ἀστραγαλωτὴ μάστιξ Crates Poll. 10, 54; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Plut. adv. Col. 33 extr., Strafinstrument der Gallier. Vgl. ἀστράγαλος 2).
-
2 ἀστραγαλωτός
ἀστραγαλωτός, von Knöcheln, ἱμᾶσιν ἀστραγαλωτοῖς μαστιγοῦσϑαι, mit Knöcheln durchflochtene Knute; ohne μάστιξ, dieselbe Knute, Strafinstrument der Gallier -
3 ἀστράγαλος
ἀστράγαλος, ὁ, 1) der Wirbelknochen, bes. Halswirbel, Hom. Iliad. 14, 466 Od. 10, 560. 11, 65; ἐκ δ' ἐάγη καίριον ἀστράγαλον Diod. 15 (VII, 632). – 2) das Sprungbein, der Knöchel in der Ferse, Her. 3, 129 ὁ ἀστρ. ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρϑρων; Xen. Equ. 1, 15 von Pferden; vgl. Arist. H. A. 2, 1. Sie wurden in Peitschen eingeflochten, ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ Luc. Asin. 38; οὐ λήψεταί τις τοῦτον ἀστραγάλῳ D. S. 4, 34, vgl. ἀστραγαλωτός; Theocr. 10, 36 werden zierliche Füße mit ἀστραγάλοις verglichen, nach Schol. λευκοὶ ὡς οἱ ἀστρ. – 3) gew. im plur., Würfel, zuerst aus den Knöcheln einiger Thiere, später aus Elfenbein u. Stein gemacht; Iliad. 23, 88 ἀμφ' ἀστραγάλοισι χολωϑείς, wegen der Würfel, des Würfelspiels, v. l. ἀμφ' ἀστραγάλῃσιν ἐρύσας (?ἐρίσσας?), Scholl. Did.; vgl. auch Scholl. Aristonic.; Plat. Theaet. 154 cf; Ar. Vesp. 296 u. Sp. Sie waren auf 2 Seiten rund, auf 4 mit Punkten so bezeichnet, daß 1 u. 6, u. 3. u. 4 einander gegenüberstanden ( κύβοι waren auf allen 6 Seiten bezeichnet). Man warf immer 4 Knöchel aus der Hand od. aus einem Becher, πυργός (vgl. διάσειστος, Harpocr. u. das. Men. wie Aesch. 1, 59); der beste Wurf hieß Ἀφροδίτη, Μίδας od. Ἡρακλῆς, wenn die Würfel 1, 3, 4, 6 zeigten, μηδενὸς ἀστραγάλου πεσόντος ἴσῳ σχήματι Luc. Amor. 16; der schlechteste κύων, wenn alle dieselbe Augenzahl zeigten, der Wurf ein Pasch war, s. Eustath. ad Od. 1397, 34. Bei Antip. Sid. 93 (VII, 427) werden 3 Würfe, Αλέξανδρος, ἔφηβος, Χῖος (vgl. Leon. Tar. 84 (VII, 422), als die schlechtesten bezeichnet). Vgl. κύβος u. πενταλιϑίζὲιν. – 4) an den ionischen Säulen der Schnörkel am Capital. – 5) ein Hülsengewächs, astragalus baeticus, Linn. – 6) ein Maaß bei den Aerzten.
См. также в других словарях:
αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… … Dictionary of Greek
ἀστραγαλωτόν — ἀστραγαλωτός made of masc acc sg ἀστραγαλωτός made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωταί — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτοῖς — ἀστραγαλωτός made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῆς — ἀστραγαλωτός made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῇ — ἀστραγαλωτός made of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτή — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)