-
1 αστράπτων
-
2 ἀστράπτων
-
3 ἀστράπτω
Aἀστράπτεσκον Mosch.2.86
: [tense] fut.ἀστράψω Cratin.53
, Nonn.D.33.376: [tense] aor.ἤστραψα Il.17.595
, etc.:—lighten, hurl lightnings, freq. of omens sent by Zeus,ἀστράπτων ἐπιδέξι' Il.2.353
; ; ; ;οὑλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα Ar.Ach. 531
, cf. V. 626.2 impers., ἀστράπτει it lightens, ἤστραψε it lightened,οὐρανοῦ δ' ἄπο ἤστραψε S.Fr. 578
, cf. Arist.Rh. 1392b27.II flash or glance like lightning, (lyr.); κατάχαλκον ἀ. πεδίον gleams with brass, E.Ph.III; soἀ. χαλκῷ X. Cyr.6.4.1
; of the face,εἶδον τὴν ὄψιν.. ἀστράπτουσαν Pl.Phdr. 254b
;ἀ. τοῖς ὄμμασι X.Cyn.6.15
; of flowers, bright,Nic.
Fr.74.64: c. acc. cogn., ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε.. σέλας (sc. Τυφών) flashed flame from his eyes, A.Pr. 358;ἵμερον ἀστράπτουσα κατ' ὄμματος AP12.161
(Asclep.), cf. Mosch. l.c.;ἤστραψε γλυκὺ κάλλος AP12.110
(Mel.).2 of persons, to be brilliant, conspicuous,ἔν τινι Opp.C.1.361
,2.23.III trans., consume with lightning, dub. in Cratin.53.2 illuminate, τι Musae.276.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράπτω
-
4 ἐπιδέξιος
ἐπιδέξῐ-ος, ον,A towards the right, i.e. from left to right:I. used by Hom. only in neut. pl. as Adv., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια rise in order, Od.21.141, cf. Pl.Smp. 214b; περίιθι τὸν βωμὸν ἐ. Ar. Pax 957; πίνειν τὴν ἐ. (sc. κύλικα) Eup.325, cf. Anaxandr.1.4, Critias 33 D.; without idea of motion, ἕστηκεν ἐ. Lys.Fr.94; sts. as two words, ἐπὶ δεξιά, opp. ἐπ' ἀριστερά, Il.7.238, cf. Eust.ad Od. l.c.;ἐπὶ δ. χειρός Pi.P.6.19
, Theoc. 25.18; τὰ ἐπὶ δ., opp. τὰ ἐπ' ἀριστερά, Hdt.2.93, 4.191, 6.33.2. auspicious, lucky, ἀστράπτων ἐ. Il.2.353.II. later as Adj., = δεξιός, on the right hand, X.An.6.4.1, etc.; τἀπιδέξια the right side, Ar.Av. 1493 (lyr.);οἱ ἐ. ἄνεμοι Arist.Pr. 941b12
.2. clever, dexterous, tactful, Aeschin.1.178, Arist.EN 1128a17, Thphr.Char.29.4; λαβὴ φιλοσόφωνἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων Zeno Stoic.1.64
: c. inf., Arist.Rh. 1381a34;ἐ. πρὸς τὰς ὁμιλίας Plb.5.39.6
;περί τι Plu.Aem.37
, D.C.69.10: [comp] Sup.,Ἀφροδίτην -ωτάτην θεῶν Plu.2.739e
: neut. pl. as Adv., ἐπιδέξια dexterously, cleverly, Anaxandr.53.5, Nicom.Com.1.27; elegantly, ἀναβάλλεσθαι ἐ. Pl.Tht. 175e: Regul. Adv.- ίως Erasistr.
ap. Gal.7.539, Plb.3.19.13, 4.35.7, Corn.ND14, Plu.2.439e.3. lucky, prosperous,τύχη D.S.8.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδέξιος
См. также в других словарях:
ἀστράπτων — ἀστράπτω lighten pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… … Dictionary of Greek
φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… … Dictionary of Greek