Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀστρ'

См. также в других словарях:

  • ἀστρ' — ἀστρά , ἀστήρ star masc acc sg ἀστρί , ἀστήρ star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστρ' — ἄστρα , ἄστρον the stars neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέτα — και Ροζέττα και Ροζέττη και Ρωσέττη, η, Ν φρ. α) «Νεφέλωμα Ροζέτας» αστρ. πολύ εκτεταμένο διεσπαρμένο νεφέλωμα στον αστερισμό τού Μονόκερω β) «Στήλη Ροζέττας [ή Ροσέττης]» αρχαιολ. ενεπίγραφος λίθος ακανόνιστου σχήματος, από μαύρο βασάλτη, που… …   Dictionary of Greek

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • θέρμαψις — θέρμαψις, ἡ (Α) κάμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + αψις (< άπτω «ανάβω»), πρβλ. άστρ αψις, έξ αψις] …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • σαπίτης — ο, Ν είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπ τού σαπίζω + επίθημα ίτης (πρβλ. αστρ ίτης: άστρο)] …   Dictionary of Greek

  • Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών …   Dictionary of Greek

  • επιτολή — η (αστρ.), η εμφάνιση άστρου ή αστερισμού στον ορίζοντα, η ανατολή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»