-
1 amusant
αστείος -
2 marrant
αστείος -
3 legrační
αστείος -
4 rozmarný
αστείος -
5 zábavný
αστείος -
6 farcical
αστείος -
7 pocieszny
αστείος -
8 esprili
αστείος, πνευμαης, με χιούμορ -
9 gülünç
αστείος, κωμικός -
10 matrak
αστείος, διασκεδαστικός -
11 шутливый
επ., βρ: -лив, -а, -оαστείος• ευτράπελος, φαιδρός• κωμικός•шутливый человек αστείος άνθρωπος•
шутливый характер αστείος χαρακτήρας•
шутливый разговор φαιδρή (εύθυμη) συνομιλία•
-ая песенка αστείο τραγουδάκι.
-
12 комичный
-
13 смешной
-
14 шутливый
-
15 забавный
забавныйприл διασκεδαστικός, ἀστείος:\забавный слу́чай τό διασκεδαστικό περιστατικό· он очень \забавный εἶναι πολύ ἀστείος. -
16 балагур
балагурм разг ὁ ἀστείος, ὁ χωρατατζής. -
17 дурашливый
дура||шливыйприл разг ἀνόητος, χαζός (придурковатый)/ ἀστείος (озорной):\дурашливыйшливый вид τό βλακώδικο δφος. -
18 комик
комикм1. (актер) ὁ κωμικός, ἡθοποιός κωμωδίας·2. (писатель) ὁ κωμω-διογράφος·3. (шутник) разг ὁ γελωτοποιός, ὁ ἀστείος. -
19 комичный
коми́чныйприл κωμικός, ἀστεῖος. -
20 курьезный
курьез||ныйприл παράξενος, ἀστείος.
См. также в других словарях:
ἀστεῖος — of the town masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστείος, -α — ο επίρρ. α 1. αυτός που με λόγια ή πράξεις προκαλεί γέλιο, ευτράπελος, χωρατατζής: Πολύ αστείος τύπος ο φίλος σου. 2. γελοίος: Είσαι πολύ αστείος με αυτό το ντύσιμο. 3. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Αστεία υπόθεση αυτή. 4. το ουδ. ως ουσ., αστείο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ἀστεῖον — ἀστεῖος of the town masc acc sg ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείω — Ἄστειος masc nom/voc/acc dual Ἄστειος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖα — ἀστεῖος of the town neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖαι — ἀστεῖος of the town fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖε — ἀστεῖος of the town masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστεῖοι — ἀστεῖος of the town masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοις — Ἄστειος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστείοισιν — Ἄστειος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)